- χυδαιόγλωσσος
- -η, -οαυτός που χρησιμοποιεί χυδαία έκφραση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χυδαιόγλωσσος — η, ο, Ν αυτός που χρησιμοποιεί χυδαία, απρεπή γλώσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χυδαίος + γλωσσος (< γλώσσα), πρβλ. κακό γλωσσος. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στον Χρ. Φιλητά] … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek